Καστόρειον

Καστόρειον
Καστόρειος
of
masc/fem acc sg
Καστόρειος
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καστόρειος — καστόρειος, ον (Α) [Κάστωρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάστορα γιο τού Διός και τής Λήδας, αδελφό τού Πολυδεύκη 2. φρ. α) «τὸ καστόρειον μέλος» ή «ὁ καστόρειος ὕμνος» πολεμικό άσμα τών Λακεδαιμονίων που τό έψαλλαν με συνοδεία αυλού για …   Dictionary of Greek

  • καστόρι — το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν) (φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων τού κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματος νεοελλ. 1. είδος μαλακού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”